- λασπώδης
- -ες1. γεμάτος λάσπη («λασπώδες έδαφος»)2. πολτώδης σαν τη λάσπη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λασπώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ η, αυτός που είναι γεμάτος λάσπη: Λασπώδες έδαφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
έλειος — α, ο (ΑΜ ἕλειος, ον και ἕλειος, α, ον) 1. (για φυτά) αυτός που φύεται σε έλη («έλεια φυτά», «ἕλειος δόναξ») 2. εκείνος που κατοικεί σε έλη («ἕλεια πτηνά», «τῶν Αἰγυπτίων οἱ Ἕλειοι») αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έλος ή έχει σχέση με αυτό … Dictionary of Greek
έμπηλος — ἔμπηλος, ον (Α) πηλώδης, λασπώδης … Dictionary of Greek
ενθόλερος — και ένθολος ἐνθόλερος, ον και ἔνθολος, ον (Μ) [θολερός] θολωμένος, θολερός, λασπώδης, βορβορώδης … Dictionary of Greek
θολερός — ή, ό (ΑΜ θολερός, ά, όν) [θολός] νεοελλ. 1. θολός, ημιδιαφανής, θαμπός 2. σκιερός 3. (εντομ.) το θηλ. ως ουσ. η θολερά γένος λεπιδόπτερων εντόμων αρχ. 1. (για υγρά και για ταραγμένο νερό) α) λασπώδης, βορβορώδης, ταραγμένος β) σκοτεινός,… … Dictionary of Greek
ιλυώδης — ες (ΑΜ ἰλυώδης, ες) γεμάτος ιλύ, λασπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, πο ώδης)] … Dictionary of Greek
λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
λασπερός — ή, ό (Μ λασπερός, ή, όν) λασπώδης … Dictionary of Greek
λιβαδερό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 100 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Φαλακρού όρους. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας. Μέχρι το 1953 ονομαζόταν Μοκρός. 2.… … Dictionary of Greek